Dictionary of Greek. 2013.
εὐέκφοροι — εὐέκφορος bringing forth timely births masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεκφορία — εὐεκφορία, ἡ (Α) [ευέκφορος] η ευκολία στην προφορά ή στην απαγγελία … Dictionary of Greek